- γαϊτανάς
- ο1. αυτός που πλέκει ή πουλά γαϊτάνια2. αυτός που διακοσμεί τις άκρες υφασμάτων με γαϊτάνια3. ειρων. ο δεκανέας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαϊτανάς — ο αυτός που κατασκευάζει γαϊτάνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)